πυκνόφθαλμος

Revision as of 21:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with thick-set eyes, π. κόραι E.Fr.1063.14.    II of plants, with too many leaf-buds, Thphr.CP3.15.3: Comp., Id.HP 5.4.1.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichtstehenden od. vielen Augen, Ἀργοῦ κόραι, Menand. bei Stob. Floril. 74, 27; – mit vielen Augen = Knospen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πυκνούς, πολλοὺς ὀφθαλμούς, Ἄργου τὰς πυκνοφθάλμους κόρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16· - ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ βλαστήματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.)
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

πυκνόφθαλμος: усаженный частыми глазами, т. е. многоокий (αἱ Ἄργου κόραι Men.).