σαρκόμφαλον
English (LSJ)
τό, A fleshy excrescence on the navel, Gal.19.445.
German (Pape)
[Seite 863] τό, Fleischgewächs am Nabel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκόμφᾰλον: τό, πρήξιμον σκιρρῶδες τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην.
τό, A fleshy excrescence on the navel, Gal.19.445.
[Seite 863] τό, Fleischgewächs am Nabel, Medic.
σαρκόμφᾰλον: τό, πρήξιμον σκιρρῶδες τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην.