στρογγυλοναύτης

Revision as of 23:06, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A merchant-seaman, Ar.Fr.861.

German (Pape)

[Seite 955] ὁ, der auf einem runden oder Kauffahrteischiffe Fahrende, Ar. bei Poll. 7, 190.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλοναύτης: -ου, ὁ, ἐμπορικοῦ πλοίου ναύτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 685.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Α
ναύτης εμπορικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλη (ναῦς) «εμπορικό πλοίο» + ναύτης.

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλοναύτης: ου ὁ купец-мореплаватель Arph.