α, ον, = sq., A χύτρα Dsc.2.76.12.
τρῐχουνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., εἰς χύτραν κεραμέαν τριχουνιαίαν καινὴν κάθες αὐτὰ καὶ τὸ στέαρ Διοσκ. 2. 91, ἀμφίβολ.
-αία, -ον, Ατρίχους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχοον / -ουν + κατάλ. -ιαῖος].