τριχουνιαῖος

Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον, = sq.,    A χύτρα Dsc.2.76.12.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχουνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., εἰς χύτραν κεραμέαν τριχουνιαίαν καινὴν κάθες αὐτὰ καὶ τὸ στέαρ Διοσκ. 2. 91, ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
τρίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχοον / -ουν + κατάλ. -ιαῖος].