χαλκωματουργός

Revision as of 10:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A maker of bronze plates, PRyl.397.3 (iii A. D.).

Greek Monolingual

και χαλκοματουργός, ὁ, ΜΑ
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, -ώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].