ἀντιδιήγησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A counter-narration, Fortunat.Rh.2.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιήγησις: -εως, ἡ, ἐναντία διήγησις, ἀντίθετος διήγησις, Ρήτορες.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
ret. antidiegesis especie de διήγησις consistente en la narración contraria a la que haya hecho el otro orador, Corn.Rh.p.364, Fortunat.Rh.119.6.
Greek Monolingual
ἀντιδιήγησις, η (Α)
ανασκευή της διήγησης του αντιδίκου.