ἐξάρθρημα

Revision as of 18:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A dislocation, ib.58, Gal.6.876.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρημα: τό, ἐκτοπισμὸς ὀστοῦ, «στραγγούλισμα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, προσέτι ἐξάρθρησις, εως, ἡ, αὐτόθι 821.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación ἤν γέ τι τοιοῦτον αὐτοὺς ἐ. καταλάβῃ Hp.Art.12, cf. 59, διακριτέον ... τὸ ἐ. δὲ ἀκίνητον εἶναι μέχρι τῆς διαστάσεως Sor.Fract.12, κἂν ... ἀνίατον ἐ. μείνῃ Gal.4.364, plu. (φλεγμονή) ἐξαρθρήμασί τε καὶ κατάγμασι ... ἐπιγίγνεται Gal.11.73, cf. 17(2).265, 18(2).867, Orib.49.14.11, Paul.Aeg.6.111.1.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρημα) εξαρθρώ
εξάρθρωση.