ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν, Hsch. ; cf. ὁμηρίταις (sic): ὁμοψήφοις, ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ἐρέσσειν, ὁμογνώμοσιν, Phot.
ὁμηρέταις (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όμηρος (Ι)].