μορμολύκη

Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

Dor. μορμο-λύκα [ῠ], ἡ, = foreg. 1, Sophr. 9, Str.1.2.8:—also μορμο-λῠκία, ἡ, Philostr.VA4.25 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 207] ὴ, = Vorigem, Strab. 1, 2, 8.

Greek Monolingual

η (Α μορμολύκη και δωρ. τ. μορμολύκα)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας carabidae
αρχ.
μορμολύκειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. μορμολύττομαι].