νάστης

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., Hsch.

German (Pape)

[Seite 230] ὁ, Bewohner, Einwohner, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νάστης: -ου, ὁ, (ναίω), «οἰκιστής. καὶ κύριον ὄνομα» Ἡσύχ.· ναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ζωναρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.

Greek Monolingual

νάστης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκιστὴς καἰ κύριον ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ- του ρ. ναίω + κατάλ. -της (πρβλ. μετανάστης)].