πάλημα

Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[πᾰ], ατος, τό, = foreg., A π. ὀρόβοιο Nic.Al.551.

German (Pape)

[Seite 447] τό, seines, durchgesiebtes Mehl; μυλοεργὲς ὀρόβοιο, Nic. Al. 551; Poll. 7, 21.

Greek (Liddell-Scott)

πάλημα: τό, = πάλη, τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 551.

Greek Monolingual

πάλημα, τὸ (Α)
πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (II) + κατάλ. -ημα (πρβλ. παιπάλη: παιπάλημα)].