οὐροδοχεῖον
English (LSJ)
τό, = sq., Gloss.:—also οὐρο-δόχιον, ib.
Greek (Liddell-Scott)
οὐροδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κατουροκάνατον», Γλώσσ.
τό, = sq., Gloss.:—also οὐρο-δόχιον, ib.
οὐροδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κατουροκάνατον», Γλώσσ.