αἱμορραγώδης

Revision as of 19:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ες, = foreg., σημεῖα symptoms A of haemorrhage, Hp.Prorrh.1.130, Ruf.Ren.Ves.9.2.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμορραγώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ. σημεῖα αἱμ. = συμπτώματα αἱμορραγίας, Ἱππ. 78Η.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμορραγώδης -ες αἱμορραγία, -ειδης]
1. met bloedingen.
2. van een bloeding.