μεμακυῖα

Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 129] part. perf. zu μηκάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμᾰκυῖα: «μεμυκυῖα, βληχωμένη, φωνοῦσα, βοῶσα» Ἡσύχ.· - ἴδε ἐν λέξ. μηκάομαι.

French (Bailly abrégé)

v. μηκάομαι.

English (Autenrieth)

see μηκάομαι.

Greek Monotonic

μεμᾰκυῖα: Επικ. αντί μεμηκυῖα, θηλ. μτχ. παρακ. του μηκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεμᾰκυῖα: part. pf. 2 f к μηκάομαι.