ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
τεθᾱλώς: τεθᾱλυῖα, μτχ. παρακ. του θάλλω.
τεθᾱλώς: дор. part. pf. к θάλλω.