πόληος

Revision as of 08:10, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monotonic

πόληος: πόληϊ, Ιων. αντί πολλοῦ, πολλῷ, γεν. και δοτ. του πολύς· πόληες αντί πολλοί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόληος gen. sing. van πόλις.