[Seite 509] p. part. perf. zu παραβαίνω, statt παραβεβαώς, Il.
duel παρβεβαῶτε;part. pf. épq. de παραβαίνω.
see παραβαίνω.
παρβεβαώς: эп. part. pf. к παραβαίνω.