συβαύβαλος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek (Liddell-Scott)
συβαύβαλος: ὁ, πρβλ. συοβ-.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. τ.) βλ. συοβαύβαλος.