διόγονος

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. διογενής.

Greek Monolingual

διόγονος, -ον (Α)
βλ. διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -γονος < γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

δῑόγονος: Eur. = διογενής.