φήμα

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

τὸ, Α
στον πληθ. (τὰ) φήματα
(κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη- της απαθούς βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -μα (< --, συνεσταλμένη βαθμίδα της κατάλ. -meņ)].
ἡ, Α
(πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη.