[Seite 1171] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, Aesch. frg. 153; Hesych. erkl. ἐστερημένη.
ἠμορίς, -ίδος, ἡ (Α) ήμοροςθηλ. του ήμορος.
ἠμορίς: ίδος adj. f (= ἄμοιρος) обездоленная, несчастная Aesch.