ἠμορίς

Revision as of 22:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1171] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, Aesch. frg. 153; Hesych. erkl. ἐστερημένη.

Greek Monolingual

ἠμορίς, -ίδος, ἡ (Α) ήμορος
θηλ. του ήμορος.

Russian (Dvoretsky)

ἠμορίς: ίδος adj. f (= ἄμοιρος) обездоленная, несчастная Aesch.