δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
κρέμυς: -υος, ἡ, ἀντὶ χρέμυς, ἰχθύς τις, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 305D.
κρέμυς, -υος, ἡ (Α)βλ. χρέμυς.