μαστρυλλεῖον
English (LSJ)
μαστρύλλιον, f.ll. for ματρυλεῖον (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστρυλλεῖον: μαστρύλλιον, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ματρυλεῖον, ὃ ἴδε.
μαστρύλλιον, f.ll. for ματρυλεῖον (q.v.).
μαστρυλλεῖον: μαστρύλλιον, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ματρυλεῖον, ὃ ἴδε.