(Α ὀδοντοφυῶ, -έω)(για νήπια και παιδιά) βγάζω δόντια («τὰ δὲ παιδία ἑβδόμῳ μηνὶ ἄρχονται ὀδοντοφυεῑν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φυῶ (< -φυής < φύομαι), πρβλ. τριχο-φυώ].