κεφαλαίος

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κεφαλαῑος, -αία, -ον) κεφαλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεφαλαίο
καθένα από τα μεγάλα γράμματα της αλφαβήτου με το οποία γράφονται τα αρχικά τών κύριων ονομάτων και τών περιόδων του λόγου
αρχ.
κεφάλαιος.