προσοπτίλλω

Revision as of 22:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. ποτοπτίλλω.

German (Pape)

[Seite 775] anäugeln, anblicken, ποτοπτίλλουσιν ist conj. für ποτοκέλλουσιν, Dius bei Stob. fl. 65, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσοπτίλλω: παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ἀτενῶς, Δωρ. ποτοπτίλλω, ἴδε ἐν λ. προσοκέλλω.

Greek Monolingual

Α
παρατηρώ με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὀπτίλλος«μάτι»].