λαμπάδιος
English (LSJ)
α, ον, A torch-bearing, epith. of the moon-goddess, PMag.Par.1.2557. 2 of a torch, πῦρ Hld.1.18 codd. λαμπᾰδ-ιστής, οῦ, ὁ, runner in torch-race, τὸ κοινὸν τῶν λ. SIG1068.2 (Patmos, iii/ii B. C.), cf. 671 A10 (Delph., ii B. C.); subject of painting by Pyrrho, D.L.9.62. II λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Sch.Ar.Ra.131.
Spanish
Greek Monolingual
λαμπάδιος, -ία, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που φέρει λαμπάδα, λαμπαδηφόρος
2. αυτός που ανήκει σε λαμπάδα («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.).