δύσοικτος
English (LSJ)
δυσθρήνητος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 685] sehr bemitleidenswerth, VLL.
Spanish (DGE)
δυσθρήνητος Hsch.
• Etimología: Comp. de δυσ- y οἶκτος u *οἰκτός.
δυσθρήνητος, Hsch.
[Seite 685] sehr bemitleidenswerth, VLL.
δυσθρήνητος Hsch.
• Etimología: Comp. de δυσ- y οἶκτος u *οἰκτός.