τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
-α, -ικο, θηλ. και ξεδοντούαυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. -άρης (πρβλ. αναστεν-άρης)].