πεζοδρόμος

Revision as of 11:17, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

German (Pape)

[Seite 542] zu Fuße laufend, Sp.

Greek Monolingual

-ο / πεζοδρόμος, -ον, ΝΜ
αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεζοδρόμος
αυτός που βαδίζει πεζή, πεζοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ταχυ-δρόμος.