μετάλλευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, v. l. for μεταλλεία, Palaeph.9: in pl., A mining operations, Ph.Bel.91.19.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μετάλλευσις: ἡ, = μεταλλεία, Παλαίφ. 10.
εως, ἡ, v. l. for μεταλλεία, Palaeph.9: in pl., A mining operations, Ph.Bel.91.19.
μετάλλευσις: ἡ, = μεταλλεία, Παλαίφ. 10.