χορόνικος

Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A victorious with the chorus, Alex.19 (perh. a pr. n.).

German (Pape)

[Seite 1366] im Chore siegend, Alexis bei Ath. XIV, 638 c.

Greek (Liddell-Scott)

χορόνῑκος: -ον, ὁ ἐν τῷ χορῷ νικῶν, Χορόνικος ὁ ποιητὴς ὁδὶ Ἄλεξις ἐν «Ἀποβάτῃ» 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(μόνον ως κύριο όν.) νικητής στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -νικος (< νίκη), πρβλ. ἱππό-νικος].