A v. πολιοῦχος.
πολίοχος: ἴδε ἐν λ. πολιοῦχος.
πολῐοχος, -ον (cf. πολιάοχος) 1 protecting the city π]ολίοχον Γλαυκ[ώπιδ]α (supp. Lobel) Δ. 4. 38.
-ον, Αβλ. πολιούχος.
πολίοχος: Eur. v. l. = πολιοῦχος.