ἱεροεργός

Revision as of 18:58, 2 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

όν, v. ἱερουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροεργός: -όν, ἴδε ἱερουργός.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἱερουργός.

Greek Monolingual

ἱεροεργός, -όν (Α)
βλ. ιερουργός.