midday
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
substantive
up till mid-day: P. μέχρι μέσου ἡμέρας (Thuc. 3, 80).
of mid-day, adj.: P. and V. μεσημβρινός.