κρικούμαι

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415

Greek Monolingual

κρικοῦμαι, -όομαι (Α) κρίκος
ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῑλος τοῦ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», Στράβ.).