μπαντούρα

From LSJ
Revision as of 13:03, 15 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek Monolingual

μπαντούρα και πανδούρα και παντούρα, η (Μ μπαντούρα και παντούρα)
έγχορδο μουσικό όργανο τών Κοζάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ρωσ. bandoura < πανδούρα].