κρῡμ-νώδης, dub. forms for κρυμός, κρυμώδης (qq.v.).
[Seite 1515] = κρυμός, Tryphiod. 189, l. d., wie sich auch κρυμνώδης für κρυμώδης findet.
κρυμνός: κρυμνώδης, ἀμφίβολ. τύποι ἀντὶ κρυμός, κρυμώδης, ἃ ἴδε.