Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
ἱερεύω (ΑΜ, Α ιων. τ. ἱρεύω) ιερεύς
θυσιάζω
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) σφάζω ζώο για συμπόσιο («βοῡς ἱερεύοντες... εἰλαπινάζουσιν», Ομ. Οδ.)
2. (ενεργ. και παθ.) αφιερώνω σε θεό («παρθένον τὴν ἱερευομένην», Παυσ.).