φιλοχαρές

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχαρές: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ πράσιον, Πλίν. 20, 22, 89, § 241, ἴδε Συναγωγὴν Λέξ. Ἀθην. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-οῡς, τὸ, Α
βλ. φιλοχαρής.