τσεκούρι
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
και τσικούρι, το, Ν
πέλεκυς, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με τροπή του σ- σε τσ- (πρβλ. κό-τσ-υφας< κό-σσ-υφος)].