διαμίγνυμι
English (LSJ)
or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω, A to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.
German (Pape)
[Seite 590] (s. μίγνυμι), durcheinander mischen, bei Ath. X, 441 f; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαμίγνυμι: ἢ -ύω, ἀναμιγνύω, Πλούτ. 2. 1132D.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. part. fém. διαμεμιγμέναι;
entremêler, farcir.
Étymologie: διά, μίγνυμι.
Greek Monolingual
διαμίγνυμι (Α)
ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι].
Russian (Dvoretsky)
διαμίγνῡμι: и διαμιγνύω примешивать, добавлять (τι ἔν τινι Plut.).