ἁβροφυής
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροφυής: -ές, ὁ ἁβρὸς τὴν φυήν, πιθ. διορθ. ἀντὶ ἁφροφυής· «καὶ θριδάκων οὔλων ἁβροφυῆ πέταλα», Ἀνθ. Π. 9. 412. ἴδ. ἀφροφυής.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροφυής: нежный (πέταλα Anth.).