Ἀσιατικός
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj. ét. de Asia, asiático κόνδυ, ποτήριον Ἀσιατικόν Ath.477f, ἀπὸ Κιβύρας τῆς Ἀσιατικῆς Ath.657e, Ἀσιατικοὶ σταθμοί tít. de una obra, quizá de Amintas, Str.15.2.8.
II subst. Ἀσιατικός, -οῦ, ὁ Asiático
1 liberto de Galba, Plu.Galb.20.
2 un orador AP 11.147 (Ammian.).
Russian (Dvoretsky)
Ἀσιᾱτικός: азиатский Anth.