ὀκτάκλινος

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάκλῑνος: -ον, ὁ περιλαμβάνων ἢ χωρῶν ὀκτὼ κλίνας, τόπος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 1.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάκλῑνος: могущий вместить восемь застольных лож (τόπος Arst.).