ορος, ὁ, A = παυστήρ, νόσων Isyll. 56.
-ορος, ὁ, Ααυτός που σταματάει ή διώχνει κάτι, που ανακουφίζει από κάτι, ο παυστήρ.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του παυστήρ.