πολεμώδης
English (LSJ)
ες, A pertaining to war, παροιμία Olymp. in Grg.p.114J.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πόλεμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο.
ες, A pertaining to war, παροιμία Olymp. in Grg.p.114J.
-ῶδες, Α πόλεμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο.