προϊλάσκομαι
English (LSJ)
Med., A appease beforehand, Paus.5.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
προϊλάσκομαι: μέσ., ἱλάσκομαι, καταπραΰνω ἐκ τῶν προτέρων, Παυσ. 5. 13, 4.
Greek Monolingual
Α
καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἱλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω»].