σκληρόκοκκος

Revision as of 09:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with hard seeds, ῥόαι Antiph. 59.

German (Pape)

[Seite 901] hartkernig, ῥοαί Antiphan. bei Ath. XIV, 650 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόκοκκος: -ον, ὁ ἔχων σκληροὺς κόκκους, «κουκκούτσια», ῥόαι Ἀντιφάν. ἐν «Βοιωτοῖς» 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόκοκκος, -ον, ΝΑ
(για καρπούς) αυτός που έχει σκληρούς κόκκους, σκληρά κουκούτσια.