σκιρτηδόν
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 900] adv., springend, sprungweise, Orph. frg. 24.
Greek (Liddell-Scott)
σκιρτηδόν: Ἐπίρρ., διὰ σκιρτημάτων ἢ πηδημάτων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 24.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με σκιρτήματα, με τινάγματα, με πηδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επιρρμ. κατάλ. -δον (πρβλ. αναφαν-δόν)].